- λίθωση
- η (Α λίθωσις) [λιθώνω]η μεταβολή σε λίθο, απολίθωσηαρχ.κατεργασία λίθου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλίθωση — η, Ν (παλαιοντ.) περίπτωση απολίθωσης κατά την οποία ο σκελετός τού ζώου ή τού φυτού περιβάλλονται από φλοιό ανθρακικού ασβεστίου, σε σπηλιές όπου σχηματίζονται σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ή άμορφου διοξειδίου τού πυριτίου σε πυριτιούχες θερμές… … Dictionary of Greek